χειροτεχνώ

χειροτεχνώ
χειροτεχνῶ, -έω, ΝΜΑ [χειροτέχνης]
είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειροτεχνώ — ησα, είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροτέχνημα — το, ΝΑ [χειροτεχνῶ] έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι («έκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”